πεπλεκτανωμένη

πεπλεκτανωμένη
πλεκτανόομαι
to be intertwined
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλεκτανώ — άω ή όω, Α [πλεκτάνη] (ποιητ.) (κυρίως το παθ.) πλεκτανῶμαι, άομαι ή πλεκτανοῡμαι, όομαι εμπλέκομαι, περιπλέκομαι με κάποιον ή με κάτι («ἔστι δὲ πολύρριζος διὰ τοῡ ἤπατος πεπλεκτανωμένη», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”